Η Τζίνι της Εθνικής αποκλειστικά στο Volleyplanet.gr: «Δεν ήθελα ποτέ η Ελλάδα να νιώσει μόνη»

Στο πρόσφατο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Βόλεϊ Γυναικών 2025 στο Τσιάνγκ Μάι, η ελληνική αποστολή βρήκε το δικό της λυχνάρι και μια συνοδό–φύλακα άγγελο, που -όπως στο γνωστό παραμύθι του Αλαντίν- την έλεγαν Τζίνι. Με ανιδιοτέλεια, αγάπη και αστείρευτη ενέργεια, η Τζίνι στάθηκε δίπλα στην Εθνική Γυναικών σαν πραγματικό «τζίνι» που έκανε τις ευχές πραγματικότητα: από τις 500 ελληνικές σημαίες που πλημμύρισαν το γήπεδο, μέχρι τις μικρές πράξεις φροντίδας που έκαναν την ομάδα να νιώθει σαν στο σπίτι της.
Η παρουσία της άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα σε αθλήτριες, προπονητές και συνοδούς και στην αποκλειστική συνέντευξή της στο Volleyplanet.gr, η Τζίνι μιλά για το πώς ξεκίνησε αυτό το ταξίδι, τι της χάρισε προσωπικά, αλλά και πώς η Ελλάδα έγινε για εκείνη μια δεύτερη πατρίδα.

1. Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με την ελληνική ομάδα και τι σε ενέπνευσε να αναλάβεις αυτόν τον ρόλο με τόση αφοσίωση;
Όλα ξεκίνησαν όταν διάβασα μια ανακοίνωση του Συλλόγου Ξεναγών Τσιάνγκ Μάι, που ζητούσε εθελοντές για να λειτουργήσουν ως σύνδεσμοι με διεθνείς αθλητές και στελέχη της FIVB στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Βόλεϊ Γυναικών 2025. Ενθουσιάστηκα αμέσως· ήθελα να συμβάλω ώστε οι φιλοξενούμενοί μας να νιώσουν ευπρόσδεκτοι και να σταθώ ως καλή οικοδέσποινα, ειδικά αφού το Τσιάνγκ Μάι είχε την τιμή να φιλοξενήσει μια τόσο σπουδαία διοργάνωση. Το είδα και σαν μια μοναδική ευκαιρία να συνεργαστώ με αθλήτριες παγκόσμιας κλάσης και επαγγελματικό επιτελείο.
Όταν διάβασα τα κριτήρια που είχε θέσει η Ομοσπονδία Βόλεϊ της Ταϊλάνδης, διαπίστωσα ότι ταίριαζα σε όλα—εκτός από το ότι ήμουν λίγο πάνω από το ηλικιακό όριο. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισα να κάνω αίτηση, ελπίζοντας ότι θα μου δώσουν μια ευκαιρία. Και προσευχόμουν γι’ αυτό.
Μετά από λίγες μέρες αναμονής, ήρθε το υπέροχο νέο: επιλέχθηκα ως συνοδός της ελληνικής ομάδας. Ήμουν τόσο χαρούμενη—σαν όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Καθώς το τουρνουά ξεκινούσε και γνώριζα καλύτερα την αποστολή, η σχέση μας γινόταν μέρα με τη μέρα πιο δυνατή. Αυτό που ενέπνευσε την αφοσίωσή μου δεν ήταν μόνο η αρχική μου επιθυμία να είμαι καλή οικοδέσποινα, αλλά η ίδια η ελληνική ομάδα—και τα 23 μέλη της—που κέρδισαν ολοκληρωτικά την καρδιά μου.

2. Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου στο Τσιάνγκ Μάι, χαρακτηρίστηκες «η ψυχή της ελληνικής αποστολής». Τι σήμαινε αυτό για σένα;
Ήταν μία από τις μεγαλύτερες τιμές της ζωής μου. Για μένα δεν ήταν απλά ένας τίτλος· αντανακλούσε τον δεσμό που δημιουργήσαμε και την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν. Δεν επρόκειτο μόνο για πρακτική βοήθεια, αλλά για το ότι μοιράστηκα το ταξίδι τους και ένιωσα κομμάτι μιας οικογένειας. Οι πιο όμορφες αναμνήσεις μου είναι οι απλές: να φωνάζω με όλη μου την ψυχή από τις κερκίδες, να ανταλλάσσω χαμόγελα μετά από κουραστικές μέρες, να ακούω ένα απλό «ευχαριστώ». Αυτές οι στιγμές δημιούργησαν έναν δεσμό που θα μείνει για πάντα στην καρδιά μου. Αυτή η εμπειρία με γέμισε χαρά και βαθιά ευγνωμοσύνη. Μου θύμισε ότι οι πιο ουσιαστικές σχέσεις στη ζωή πηγάζουν από καλοσύνη, φροντίδα και παρουσία.
3. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα του να δημιουργήσετε και στη συνέχεια να διανείμετε 500 ελληνικές σημαίες ήταν μια συγκινητική πράξη.
Ξεκίνησε απλά ως προσωπική μου επιθυμία να δώσω δύναμη στην ομάδα. Έδινα εισιτήρια σε φίλους μου για να έρθουν μαζί μου και να υποστηρίξουν την Ελλάδα.
Μια μέρα, κάποιος από την ομάδα μού είπε: «Ευχαριστούμε, Τζίνι, ίσως μόνο εσύ θα μας υποστηρίζεις». Δεν θυμάμαι ποιος το είπε, αλλά θυμάμαι την αίσθηση. Δεν ήθελα να νιώσουν μόνοι. Έτσι, παρήγγειλα μερικές σημαίες—στην αρχή μόλις 20.
Στον πρώτο αγώνα, εναντίον της Βραζιλίας, το γήπεδο ήταν γεμάτο Βραζιλιάνους φιλάθλους, αλλά ανάμεσα τους κυμάτιζαν και ελληνικές σημαίες. Η εικόνα αυτή με γέμισε χαρά και περηφάνια.
Μετά από πρόταση του Γιάννη, του μάνατζερ της ομάδας, αποφασίσαμε να φτιάξουμε 500 σημαίες για τον αγώνα με τη Γαλλία. Με φίλους μου δουλέψαμε όλο το βράδυ για να τις ετοιμάσουμε. Την επόμενη μέρα τις μοιράσαμε στον κόσμο έξω από το γήπεδο. Και τότε συνέβη κάτι μαγικό: όταν η ομάδα μπήκε στο παρκέ, βρέθηκε μπροστά σε ένα «κύμα» ελληνικών σημαιών. Ήταν η πιο συγκινητική ανταμοιβή.

4. Η παρουσία σου ξεπέρασε κάθε τυπική ευθύνη. Από πού άντλησες τη δύναμη και τη χαρά να στηρίζεις έτσι προσωπικά την ομάδα;
Για μένα δεν ήταν ποτέ θέμα «καθήκοντος», αλλά καρδιάς. Στάθηκα δίπλα τους σε κάθε τι: από πρακτικά ζητήματα μέχρι δυνατές ιαχές από τις κερκίδες. Από την πρώτη στιγμή με αγκάλιασαν με καλοσύνη και δεν με έκαναν ποτέ να νιώσω απλώς εθελόντρια. Ένιωθα πραγματικό μέλος της ομάδας.
Τους έδωσα μάλιστα παρατσούκλια, γιατί στην αρχή δεν μπορούσα να θυμάμαι όλα τα ονόματα—ήταν μακριά και δύσκολα για μένα. Ήταν ο δικός μου τρόπος να τις κρατήσω κοντά στην καρδιά μου.
Η δύναμή μου προερχόταν από την αγάπη που έπαιρνα πίσω. Αυτό είναι κάτι που θα με συντροφεύει για πάντα.

5. Όταν οι αθλήτριες και το επιτελείο σου έδωσαν υπογεγραμμένες φανέλες και δώρα, πώς ένιωσες;
Ήταν από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής μου. Δεν περίμενα τίποτα και συγκλονίστηκα όταν μου χάρισαν τις φανέλες με τις υπογραφές τους. Ήταν σαν όλη η αγάπη που τους έδωσα να μου επέστρεψε πολλαπλάσια.
Πιο πολύ κι από τα δώρα, με άγγιξε η σκέψη και η αγάπη πίσω από αυτά. Ένιωσα ότι είχαμε γίνει πραγματική οικογένεια.
6. Το γράμμα που έδωσες στην ομάδα άγγιξε τους πάντες. Ποιο ήταν το βασικό μήνυμα που ήθελες να περάσεις;
Το σημαντικότερο μήνυμα ήταν: δεν είστε μόνες. Ήθελα να ξέρουν πόσο τις θαύμαζα όχι μόνο για το ταλέντο και την προσπάθεια, αλλά για την καλοσύνη και την ταπεινότητά τους.
Έγραψα δύο γράμματα: ένα για όλη την αποστολή και ένα ξεχωριστό για τις 14 «αγγέλους» μου. Έβαλα όλη μου την ψυχή μέσα, με δάκρυα χαράς και λύπης για τον αποχωρισμό. Ήθελα να μείνει χαραγμένο ότι πάντα θα έχουν έναν δεσμό με την καρδιά μου.

7. Κοιτάζοντας πίσω σε αυτό το ταξίδι, ποια είναι η ανάμνηση ή το συναίσθημα που θα κρατήσεις για πάντα;
Η αγάπη και ο δεσμός με την ελληνική ομάδα. Κάθε χαμόγελο, κάθε αγκαλιά, κάθε σημαία που κυμάτιζε στο γήπεδο.
Μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν όταν κοίταξα τις «14 πανέμορφες» μου μέσα στο γήπεδο, την ώρα που οι ελληνικές σημαίες γέμιζαν τις κερκίδες. Ένιωσα υπερηφάνεια και αγάπη. Ήξερα τότε ότι η Ελλάδα δεν ήταν μόνη—το Τσιάνγκ Μάι την είχε αγκαλιάσει.
Αυτό που θα μείνει για πάντα είναι η καλοσύνη και η ζεστασιά τους. Μπορεί το Παγκόσμιο να τελείωσε, αλλά η αγάπη και η έμπνευση που μου χάρισαν θα με συνοδεύουν σε όλη μου τη ζωή. Και μια υπόσχεση: κάποια μέρα θα έρθω στην Ελλάδα για να τους ξαναδώ.