Ο Κώστας Μαργαρίτης αποκλειστικά στο Volleyplanet.gr: Από το μηδέν στην κορυφή!
12/11/2025 10:03
Ο Κώστας Μαργαρίτης αποτελεί αναμφίβολα μια από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες της διεθνούς διαιτησίας στο βόλεϊ. Από το ξεκίνημα «από το μηδέν» μέχρι την κορυφή, βίωσε μεγάλες στιγμές στις κορυφαίες διοργανώσεις, συνεργάστηκε με την ελίτ του παγκόσμιου βόλεϊ, υπήρξε φορέας καινοτομιών στους κανονισμούς που άλλαξαν για πάντα το άθλημα και παραμένουν μέχρι σήμερα σε ισχύ.
Γνώρισε την αποδοχή και το χειροκρότημα στα μεγαλύτερα γήπεδα του κόσμου, αλλά και χαρές, πίκρες, ίντριγκες και αποκλεισμούς στο ελληνικό βόλεϊ, εκεί όπου πολλές φορές βρέθηκε μόνος απέναντι στο «σύστημα».
Υπέγραψε δύο βιβλία- το πρώτο «Όσα δεν γνωρίζετε για το βόλεϊ» και το δεύτερο «Το σκαλοπάτι της επιτυχίας – Η τέχνη της διαιτησίας» – ενώ ένα τρίτο δεν κυκλοφόρησε ποτέ, αν και είχε ολοκληρωθεί!
Η ανάδειξή του από την Εκτελεστική Επιτροπή της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Βόλεϊ (FIVB) ως κορυφαίου διαιτητή στον κόσμο για τη διετία 1995-1996 υπήρξε ύψιστη τιμή και αναγνώριση· ένα βραβείο, ωστόσο, που ποτέ δεν έφτασε στα χέρια του.
Όλα αυτά, μαζί με τις προσωπικές του ιστορίες, τις φιλίες και τις συγκρούσεις, τα διλήμματα αλλά και τις μεγάλες νίκες, συνθέτουν την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που δεν έμεινε θεατής: πρόσφερε, πάλεψε, αντιστάθηκε, άφησε παρακαταθήκη. Ο Κώστας Μαργαρίτης είναι ένα «βιβλίο» γεμάτο βόλεϊ – με κεφάλαια που γράφτηκαν στα μεγαλύτερα τουρνουά του πλανήτη αλλά και στις αθέατες πλευρές του ελληνικού χώρου.
Σήμερα, μέσα από το Volleyplanet.gr, κάνει τον απολογισμό μιας ολόκληρης ζωής στο αγαπημένο του άθλημα. Με τον δικό του τρόπο αποχαιρετά τον χώρο, χωρίς όμως να απομακρύνεται: παραμένει πάντα παρών, δίπλα στη νέα γενιά, ως δάσκαλος, καθοδηγητής και «πατέρας» για όσους αγαπούν πραγματικά το βόλεϊ.
Συνέντευξη: Πένυ Ροντογιάννη – Δημήτρης Αρβανιτίδης
-Κύριε Μαργαρίτη, ξεκινήσατε από το μηδέν, χωρίς καμία προϋπάρχουσα σχέση με το βόλεϊ, και φτάσατε να αναγνωριστείτε διεθνώς. Ποιο θεωρείτε το “σκαλοπάτι” που καθόρισε την καριέρα σας;
«Η αφετηρία μου ήταν σχεδόν τυχαία, αλλά και γεμάτη δυσκολίες. Μπήκα στη σχολή διαιτησίας το 1977 χωρίς καμία γνώση του αθλήματος και ξεκίνησα από την τελευταία θέση. Η συμμετοχή μου στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Σιδηροδρόμων το 1983 ήταν το πρώτο μεγάλο εφαλτήριο, εκεί όπου ήρθα σε επαφή με ανθρώπους που είχαν διδάξει στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980.
Από εκείνη τη στιγμή έδωσα έναν προσωπικό όρκο: αν γίνω ποτέ διεθνής διαιτητής, θα καταγράψω όλη τη γνώση που απέκτησα ώστε να φτάσει σε κάθε συνάδελφο, ακόμα και στην περιφέρεια που δεν είχε τις ίδιες ευκαιρίες. Αυτός ο όρκος με οδήγησε σε βιβλία, σε προτάσεις για κανονισμούς που σήμερα εφαρμόζονται σε όλο τον κόσμο, σε διακρίσεις και τελικά στην κορυφή. Το «σκαλοπάτι» λοιπόν ήταν η πίστη μου ότι η διαιτησία είναι λειτούργημα και ότι η γνώση πρέπει να μοιράζεται».
-Κάνοντας έναν απολογισμό ζωής και καριέρας, τι κρατάει ο Κώστας Μαργαρίτης;
«Κρατάω πολλές δυνατές στιγμές από το χώρο του βόλεϊ και γενικότερα από τη διαιτησία. Ξεκίνησα από το μηδέν και έφτασα κάποια στιγμή να είμαι ο νούμερο ένα στον κόσμο. Αυτό επιτεύχθηκε με δυσκολίες, πολλά ξενύχτια, πολύ διάβασμα και προσπάθεια. Ήμουν εντελώς άσχετος με το χώρο του βόλεϊ, αλλά στην πορεία συνέβησαν πολλά.
Το 1992 έγινα διεθνής διαιτητής – καθηγητής. Ήμασταν δώδεκα σε όλο τον κόσμο· έτσι ξεκίνησα να διδάσκω σε Ιταλία, Σερβία, Βουλγαρία, Τουρκία, Κύπρο, Ισραήλ. Το 1994 η FIVB ζήτησε να σταματήσω τη διαιτησία για να συμμετάσχω στην Παγκόσμια Επιτροπή Διαιτησίας και έκανα την πρακτική μου στο Κοσμοβόλεϊ της Αθήνας.
Στο τέλος εκείνης της διοργάνωσης κάποια γεγονότα με οδήγησαν να υποβάλω την παραίτηση μου, όμως μετά από σκέψη και προτροπή των «δασκάλων» μου Dr Holvay και Dr Ma δέχθηκα να παραμείνω ενεργός διαιτητής μέχρι του Ολυμπιακούς Αγώνες στην Ατλάντα (1996). Έπειτα ξεκίνησα δεύτερη καριέρα ως τεχνικός διευθυντής και μάνατζερ εθνικών ομάδων.
Το 1995 στην Οσάκα πρότεινα αλλαγές που αργότερα υιοθετήθηκαν διεθνώς. Στην Ελλάδα τις εφαρμόσαμε πρώτοι το 1997, η πολύχρωμη μπάλα, το rally point, οι 25 πόντοι στα 4 σετ, το λίμπερο, η ελευθερία κινήσεων προπονητών».
-Ποια ήταν η κορυφαία στιγμή της καριέρας σας και ποια θα θέλατε να σβήσετε;
«Κορυφαία στιγμή ήταν η Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης. Ανέβηκα στη σκάλα και στη γιγαντοοθόνη έβλεπα «Κωνσταντίνος Μαργαρίτης – Ελλάδα». Συγκίνηση ανεπανάληπτη. Όσο για την πιο δύσκολη στιγμή ήταν ένα επεισόδιο στο Σύνδεσμο Διαιτητών της Αθήνας. Θύμωσα, πήγα να αντιδράσω άσχημα—με συγκράτησαν φίλοι. Δεν με αντιπροσωπεύει εκείνη η στιγμή».
-Τελικά, ο χώρος του βόλεϊ και της διαιτησίας είναι… «αγγελικά πλασμένος»;
«Κανένας χώρος δεν είναι. Τον φτιάχνουμε εμείς. Πίστεψα στην ευγένεια, την ταπεινότητα και τη συνεργασία. Το βόλεϊ μου χάρισε φιλίες ζωής, σχέσεις αμοιβαιότητας σε όλο τον κόσμο — πολλοί από αυτούς διοικούν σήμερα το διεθνές βόλεϊ».
-Παρά την τεράστια διεθνή σας αναγνώριση, έχετε εκφράσει έντονη πικρία για τον τρόπο που σας αντιμετώπισε το ελληνικό βόλεϊ και η ελληνική διαιτησία. Τι σας πονάει περισσότερο σε αυτή την ιστορία;
«Με πονάει ότι δεν αναγνώρισαν και δεν σεβάστηκαν την τεράστια προσπάθεια και προσφορά μου. Σε όλο τον κόσμο τα βιβλία μου θεωρούνται «βίβλος» της διαιτησίας, οι προτάσεις μου εφαρμόστηκαν κατά 90%, και χώρες όπως η Ιταλία, η Κύπρος, η Σερβία, η Βουλγαρία, το Ισραήλ με κάλεσαν να διδάξω. Κι όμως, στην Ελλάδα μου αρνήθηκαν το δικαίωμα να διδάξω, αποκλείοντάς με από τα σεμινάρια, ακόμα και την παρουσίαση των βιβλίων μου. Είναι σκληρό να βλέπεις ανθρώπους που υπηρέτησες μια ζωή να σου γυρίζουν την πλάτη τους. Η αχαριστία πονάει πιο πολύ, όταν προέρχεται από τους δικούς σου».
-Παρά τις αντιξοότητες, εξακολουθείτε να μιλάτε με αγάπη για το βόλεϊ και τη διαιτησία. Τι μήνυμα θέλετε να αφήσετε στους νέους διαιτητές, προπονητές και αθλητές;
«Το μήνυμά μου είναι απλό: κρατήστε την αγάπη σας για το άθλημα, καλλιεργήστε τη συνεργασία, την ταπεινότητα και την ευγένεια. Ο διαιτητής είναι ο «μαέστρος» του αγώνα, αλλά χωρίς έπαρση – με στόχο να βοηθά τους αθλητές να φτάσουν στο καλύτερο τους.
Το ίδιο ισχύει για όλους στο βόλεϊ: μόνο με σεβασμό, συναδελφικότητα και διάθεση για μάθηση θα χτίσετε επιτυχίες που θα αντέξουν στον χρόνο. Το «σκαλοπάτι της επιτυχίας» δεν είναι τίτλοι ή βραβεία. Είναι να αποχωρείς με το κεφάλι ψηλά, ξέροντας ότι πρόσφερες, ότι μοιράστηκες τη γνώση σου και ότι άφησες πίσω σου μια καλύτερη επόμενη γενιά».
-Σκέφτεστε να γράψετε άλλο ένα βιβλίο;
«Όχι. Τελείωσε. Αυτό το βιβλίο που έγραψα είναι το τελευταίο. Αυτή τη στιγμή, αν δεν το διαβάσουν οι Έλληνες διαιτητές, θα είναι… «τυφλοπόντικες». Δεν θα ξέρουν τι τους γίνεται. Απλά πράγματα είναι. Στο πρώτο μου βιβλίο έγραφα «αν ποτέ χάσεις, μην λυγίσεις. Αν σε αρνηθούν, μην σταματήσεις. Προσπάθησε να συνεχίσεις και να είσαι σίγουρος πως θα πετύχεις».
-Είναι υψηλό το επίπεδο της ελληνικής διαιτησίας;
«Έχουμε εξαιρετικά μυαλά. Αν δεν μας έτρωγε η εσωστρέφεια, θα ήμασταν μόνιμα στην κορυφή. Με πόνεσε ότι από το 1986, με το πρώτο βιβλίο μου, ξεκίνησε πόλεμος εναντίον μου και τιμωρίες στο όνομα του «ασυμβίβαστου». Παρ’ όλα αυτά, βοήθησα όσο μπορούσα — εκτιμώ ότι το 95% των Ελλήνων διαιτητών ωφελήθηκαν. Το πρόβλημα ήταν η έλλειψη στήριξης από το ίδιο μας το σύστημα. Χρειάζονται περισσότερες ενέργειες και καλύτερες δημόσιες σχέσεις από την Ομοσπονδία και από την ΟΔΒΕ. Για παράδειγμα γίνονται σεμινάρια, αλλά χωρίς να κληθούν κάποιοι επίσημοι από την Παγκόσμια Ομοσπονδία και την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία.
Η Ελλάδα έχει χάσει πολλά γιατί δεν «εκμεταλλεύτηκε» τα ονόματα που έπρεπε να εκμεταλλευτεί. Εμένα με «εκμεταλλεύτηκε» παλαιότερα η Ομοσπονδία. Είμαστε τυχεροί γιατί αυτή τη στιγμή στην CEV είναι μέλος ο Γιώργος Γεωργουλέας. Αυτό είναι πολύ καλό».
-Τι θα θέλατε να αλλάξει στον τρόπο που διοικείται σήμερα η διαιτησία;
«Εγώ κάνω προτάσεις και τις στηρίζω, αρκεί οι άνθρωποι να συμπράξουν με κατανόηση και υποστήριξη. Όταν βλέπεις ταλέντο, το βοηθάς — δεν το «σπάζεις». Σήμερα νιώθω ότι ασχολούνται με άλλα πράγματα. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά δεν μου αρέσει ο τρόπος που συμπεριφέρονται οι διοικούντες απέναντι στα μέλη τους».
-Ποια είναι τα τρία πράγματα που θα συμβουλεύατε ένα νέο παιδί που θέλει να ασχοληθεί με τη διαιτησία;
«Αγάπη, ταπεινότητα, συνεργασία και ποτέ η… μύτη ψηλά».
Κεφάλαιο: Μάνατζερ των μεγάλων κινήσεων
Από τη διαιτησία πέρασε με φυσικότητα στη διαχείριση ανθρώπων, ομάδων και καταστάσεων. Ο Κώστας Μαργαρίτης δεν υπήρξε ποτέ ένας απλός «μάνατζερ» παικτών-υπήρξε επικοινωνιακός, διορατικός, με διεθνείς επαφές και μοναδική ικανότητα να «διαβάζει» ανθρώπους. Οι σχέσεις που έχτισε με την Κούβα, την Κολομβία και γενικότερα τη Λατινική Αμερική του άνοιξαν δρόμους και του χάρισαν συνεργασίες που άφησαν εποχή. Εκεί ανακάλυψε τον Λίμπερμαν Αγκάμεζ αλλά και άλλους αθλητές που έφεραν φρεσκάδα, πάθος και ποιότητα στα ελληνικά γήπεδα.
Μια συνέντευξη δεν αρκεί για να χωρέσει τις ιστορίες, τα ταξίδια και τις μεταγραφές του Κώστα Μαργαρίτη· όμως μέσα από αυτή τη συζήτηση παίρνουμε μια γεύση από το πώς ένας άνθρωπος κατάφερε να αφήσει τη σφραγίδα του και στη διαιτησία και στο μάνατζμεντ — πάντα με οδηγό το ίδιο στοιχείο: την αγάπη για το βόλεϊ και τον άνθρωπο.
-Οι Έλληνες μάνατζερ/στελέχη εξελίσσονται; Συμβαδίζουν με τους σύγχρονους κανονισμούς;
«Το βόλεϊ αλλάζει διαρκώς. Οι Έλληνες εξελίσσονται και τα τελευταία χρόνια, παρότι αποσύρθηκα, συνέχισα να βοηθώ: αρκετοί ακολούθησαν οδηγίες, έγιναν διεθνείς και προχωρούν. Όσοι βγαίνουν έξω, ξέρουν τι πρεσβεύει το όνομα «Μαργαρίτης».
-Χτίσατε δυνατές φιλίες, αλλά αποκτήσατε και «εχθρούς». Πώς το διαχειριστήκατε;
«Δεν κρατώ κακία. Υπήρξαν επιθέσεις ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Το σημαντικό είναι ότι άντεξα και συνέχισα. Οι διεθνείς διοργανώσεις από τις αρχές των ’90s με κράτησαν ενεργό και χρήσιμο».
-Με τόσες εικόνες από το διεθνές βόλεϊ, τι λείπει σήμερα από το ελληνικό βόλεϊ για να πάει πιο μακριά;
«Η οργάνωση. Όλα αρχίζουν από τον μάνατζερ του συλλόγου που «διευθύνει» τα εκτός αγωνιστικού χώρου. Όταν υπάρχει σχέδιο, δημόσιες σχέσεις και συνέπεια σε όλα τα μέτωπα, έρχονται επιδόσεις και έσοδα — το έχουμε ζήσει».
-Τι περιλαμβάνει αυτό το «σχέδιο» στην πράξη;
«Σίγουρα μετράει η επιλογή σωστών ανθρώπων με αξία και χαρακτήρα. Ο μάνατζερ που πρέπει να μιλά τη γλώσσα του αθλήματος και να έχει ισχυρές δημόσιες σχέσεις. Φυσικά να είναι εξασφαλισμένη η πλήρης μέριμνα για αθλητές/προπονητές/φυσιοθεραπευτές, να υπάρχουν υποδομές και οργάνωση. Όταν ισχύουν αυτά, ανεβαίνουν και η εικόνα και τα έσοδα».
-Πρέπει μια ομάδα να έχει «αποκλειστική» σχέση με έναν μάνατζερ ή να είναι ανοιχτή η αγορά;
«Ο μάνατζερ πρέπει να ξέρει το σπορ και τους αθλητές. Όχι «κολλητιλίκια» και προσωπικές χάρες. Επαγγελματισμός, κριτήρια, κανόνες».
-Αναπτύσσατε δεσμούς και με τους προέδρους των ομάδων. Θέλετε να μας πείτε για τον κύριο Κατσαρή στον ΠΑΟΚ και τον κύριο Σταθοκωστόπουλο στον Παναθηναϊκό;
«Βεβαίως. Με τον κο Κατσαρή στον ΠΑΟΚ είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές. Ήταν από τους ανθρώπους που με ρώτησαν ευθέως «πού μπορούμε να φτάσουμε με αυτό το μπάτζετ;» και του απαντούσα πάντα ρεαλιστικά. Ποτέ δεν έλεγα πράγματα στον αέρα. Ήξερα ότι στο μάνατζμεντ όλα μετριούνται: λεφτά, εικόνα, σχέσεις. Όταν υπάρχει σχέδιο και συνέπεια, η ομάδα μπορεί να χτίσει δυναστεία. Αν όχι, μένει στην τύχη.
Αλλά και με τον κο Βλάσση Σταθοκωστόπουλο είχαμε πολύ καλή συνεργασία. Ένας άνθρωπος με επιχειρηματική οξυδέρκεια, που έβλεπε τα πράγματα αλλιώς. Δεν ήταν παράγοντας του βόλεϊ, αλλά η σχέση μας έδειξε ότι γύρω από τον αθλητισμό χτίζονται και φιλίες που πάνε πιο μακριά. Με βοήθησε σε δύσκολες στιγμές και έμαθα ότι καμιά φορά ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη εκτός γηπέδου, αξίζουν όσο και μια μεγάλη νίκη μέσα σε αυτό».
-Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στο περιβόητο project σας στον ΠΑΟΚ όταν είχατε φέρει τους Κουβανούς; Δεν προχώρησε… Γιατί;
«Απλώς άλλαξε η φιλοσοφία. Ο κ. Τσαλόπουλος τότε δεν με ήθελε—σεβαστό. Να θυμίσω ότι την άνοιξη εκείνης της χρονιάς ο ΠΑΟΚ πάλευε για Ευρώπη· πρότεινα «ηλεκτροσόκ» με αλλαγή προπονητή. Μίλησα με τον Χόρχε Ελγκέτα ο οποίος αγαπά την Ελλάδα και ήρθε άμεσα. Κερδίσαμε το κρίσιμο ματς και από εκεί η ομάδα μεταμορφώθηκε. Ήταν ένα restart».
-Κεφάλαιο Αγκάμεζ. Πώς γνωρίσατε τον Λίμπερμαν και τι σας έκανε να πείτε «αυτόν θέλω»;
«Στην Κολομβία, ψάχνοντας παίκτες και ενώ ήδη είχα φέρει (Χερέρα, Βιαφάρα κ.α), είδα έναν νεαρό να «πετάει». Λέω στον πρόεδρο «αυτόν θέλω» για να λάβω την απάντηση «μα μόλις ήρθε από τη ζούγκλα, δεν μιλά καν ισπανικά! Επέμεινα «τόσο το καλύτερο, θα του μάθω εγώ ελληνικά και τον έφερα».
-Ποια ήταν τα πρώτα βήματα και οι δυσκολίες της μετακίνησής του τότε;
«Γραφειοκρατία, προξενεία, διαδρομή μέσω Βενεζουέλας. Τον παρέλαβα με μια τσάντα και ένα σορτσάκι και πήγαμε κατευθείαν στο γήπεδο για προπόνηση».
-Θυμάστε την πρώτη του «δοκιμή» στην προπόνηση;
«Αξέχαστη. Με το που προσγειώθηκε, πήγαμε κατευθείαν για δοκιμή στη Νίκαια, όπου έκανε προπόνηση ο Δρίκος. Τον βλέπει και του λέει να κάνει 2-3 επιθέσεις. Φανταστείτε μετά από ταξίδι 48ωρών! Ο «Άγκα» δεν μιλούσε, ντρεπόταν. Ο πασαδόρος του έδωσε μια πάσα πάνω από το φιλέ, ψηλά. Ο Αγκάμεζ πήρε φόρα από τα 3 μέτρα και κάρφωσε την μπάλα… στα 3 μέτρα μέσα! Τότε γύρισα και είπα στον πρόεδρο της ΑΕ Νίκαιας, Ανδρέα Ανετσέλη: «Αύριο στο γραφείο μου, να ετοιμάσουμε το συμβόλαιο». Από εκεί ξεκίνησαν όλα».
-Υπήρχαν «ανθρώπινες» ιστορίες στην προσαρμογή του;
«Πολλές. Νεαρό παιδί τότε, άλλος κόσμος. Θυμάμαι μικρές ατυχίες, αδέξιες στιγμές. Τον στείλαμε και δανεικό για να πάρει αγώνες, του οργανώσαμε την καθημερινότητα: φαγητό, μετακινήσεις και «κόψαμε» κάτι συνήθειες τύπου… πολλά αναψυκτικά και πολλά μακαρόνια. Με φροντίδα και πρόγραμμα, ωρίμασε και ξετύλιξε το ταλέντο του.
-Εκτός από τον Αγκάμεζ, να μας πείτε και δυο λόγια για τη Μοντάνο.
«Και τη Μοντάνο εγώ την έφερα στην Ελλάδα. Αρχικά την πήγα στην Τουρκία, αλλά εκεί την έκριναν «άχρηστη». Την πήρα από την Κωνσταντινούπολη και την έφερα στην Αθήνα. Την είδε ο φίλος μου ο Τάκης Φλώρος, τότε προπονητής στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης, και σε συνεργασία με τον έφορο της ομάδας, τον Θανάση Σιάγα, πήγε μαζί με την Jessica Angulo στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Θοδωρή Φιλιούδη, καταξιωμένο μάνατζερ του Δημήτρη Διαμαντίδη στο μπάσκετ και τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης».
-Περιγράψτε μια μεταγραφή-θρίλερ της τελευταίας στιγμής.
«Άλλη ιστορία-θρίλερ: ο Πόλακ το 2004. Παραμονή που έληγαν οι μεταγραφές, μέσα στον Γενάρη, με όλη τη χώρα θαμμένη στο χιόνι. Τα transfers τότε δεν γίνονταν ηλεκτρονικά, όλα χειρόγραφα. Εγώ είχα τα συμβόλαια στο πορτ-μπαγκάζ. Φεύγουμε ξημερώματα με το αεροπλάνο από την Τσεχία, πάμε Θεσσαλονίκη. Ο πιλότος ενημερώνει ότι πρέπει να βιαστούμε γιατί θα κλείσει το αεροδρόμιο της Αθήνας. Φτάνω 4:30 το πρωί, όλα λευκά στο «Ελ. Βενιζέλος». Βρίσκω ένα ταξί με πάει μέχρι το σπίτι, παίρνω τα χαρτιά και τρέχω… Μέχρι τις 10:30 έπρεπε να τα ετοιμάσω από την αρχή. Προλάβαμε κυριολεκτικά στο παρά ένα. Αλλά μετά… ο Παναθηναϊκός πήρε το πρωτάθλημα το 2004 με τον Πόλακ. Αυτές είναι οι κινήσεις που κάνουν τη διαφορά».
-Ποιο είναι το μυστικό πίσω από αυτές τις επιτυχίες;
«Μάτι για το ταλέντο, επιμονή στον χαρακτήρα, σχέδιο προσαρμογής και αδιάκοπη οργάνωση. Όταν «δένουν» οι άνθρωποι με τις διαδικασίες, το γήπεδο ανταποδίδει».
-Έχετε και μια ιδιαίτερα ανθρώπινη πλευρά, αφού έχουμε ακούσει αθλητές που εκπροσωπούσατε να σας φωνάζουν «πατέρα». Γιατί συνέβαινε αυτό;
«Ποτέ δεν πήρα χρήματα από παίκτες. ΠΟΤΕ. Όταν πήγαν να μου δώσουν, αρνήθηκα και έλεγα «Θα με κεράσεις μια μπύρα κι είμαστε εντάξει» γιατί έβαζα πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο».
-Από το επάγγελμα του μάνατζερ βγάλατε λεφτά;
«Σίγουρα έβγαλα χρήματα από το επάγγελμα, τα οποία δεν τα σπατάλησα. Βέβαια, μου «έφαγαν» και τόσα πολλά λεφτά που δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς. Όλοι με… «βάλανε στο χέρι», γιατί ήμουνα «βλάκας». Όχι «βλάκας», αλλά άνθρωπος. Όταν σου λέει ο άλλος, δεν έχω λεφτά, ή δεν έχω το άλλο, τι να έκανα. Ανεξάρτητα αν πληρωνόμουν από την ομάδα, έκανα ό,τι χρειαζόταν για να μη βρεθεί σε δυσκολία ο αθλητής μου. Γι’ αυτό με αποκαλούσαν «πατέρα».
-Ποιο είναι το πλαίσιο που όριζε τις σχέσεις σας με αθλητές και ομάδες;
«Σεβασμός, καθαρότητα, καμία προσωπική «χάρη» εκτός κανόνων. Να είμαι και με τα δύο μέρη δίκαιος – κι όταν υπάρξει σύγκρουση, να προστατεύω τον άνθρωπο και το άθλημα».
Το έργο του Κώστα Μαργαρίτη σήμερα
Αν και ένα από τα βιβλία του, το «Πέρα από το φιλέ – Η τέχνη της διαιτησίας», δεν εκδόθηκε ποτέ, εκείνο το ανέκδοτο χειρόγραφο έγινε τελικά η αφετηρία για τη νέα δημιουργική του πορεία. Το 2023 αποτέλεσε τη βάση για τη συγγραφή του έργου του στην ελληνική γλώσσα με τίτλο «Το Σκαλοπάτι της Επιτυχίας – Η Τέχνη της Διαιτησίας», που κυκλοφόρησε το 2024 και συγκέντρωσε τις γνώσεις, τις αρχές και τη φιλοσοφία μιας ολόκληρης ζωής.
Το 2025, σε συνεργασία τους συνεργάτες του και ειδικότερα με τον Μπάμπη Παπαδογούλα, προχώρησε στη διεθνή του εκδοχή, με τίτλο «The Step of Success – The Art of Refereeing», όπου προστέθηκαν νέα κεφάλαια, αναλύσεις και πρωτότυπες προτάσεις για την ανάπτυξη του αθλήματος και την κατανόηση των νέων κανονισμών.
Με αφορμή αυτή την αγγλική έκδοση, ο Μαργαρίτης και η ομάδα του ολοκλήρωσαν, στα τέλη Ιουνίου 2025, και τη Β’ έκδοση του ελληνικού βιβλίου, ενσωματώνοντας τις προσθήκες και αναβαθμίζοντας αισθητικά την παρουσίασή του, με την επιμέλεια του εκδοτικού οίκου WELCOME.
Μέσα στο βιβλίο της Β’ έκδοση υπάρχουν επιπλέον 18 σελίδες στις οποίες συμπεριλαμβάνονται προτάσεις κανονισμών οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν το άθλημα και ίσως σε λίγα χρόνια να τις δούμε να υλοποιούνται από την FIVB.
Προτάσεις όπως ο άσος να μετρά ως δίποντο με προϋποθέσεις (όπως όταν γίνεται δεύτερη επαφή να μετράει ως ένας πόντος ή όταν πέφτει μέσα στα 3 μέτρα μετά από αναπήδηση επάνω στο φίλε), η δυνατότητα 12 αλλαγών και όχι 6 καθώς και η επιβράβευση Fair play όταν ο παίκτης αποδεχτεί το σφάλμα του σε διφορούμενες περιπτώσεις και πριν ξεκινήσει η εφαρμογή του Challenge referee. Τότε ως επιβράβευση η ομάδα του να αποκτά το πλεονέκτημα να χρησιμοποιεί μέχρι το side out και τα 2 λίμπερο ή ένα τρίτο time out κλπ. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται ο χρόνος του παιχνιδιού 10-15 λεπτά.
Επίσης προτάσεις έτσι ώστε να γίνει μεταφορά της επιθετικής γραμμής προς την αμυντική ζώνη κατά 30cm για να βοηθηθεί η αμυντική προσπάθεια και να αυξηθεί το θέαμα, ο διαχωρισμός του κυρίως αγωνιστικού χώρου 1m στις πλάγιες τελικές και 1,5 στις τελικές του σερβίς που ήδη έχει ξεκινήσει στους Ο.Α. και στις Παγκόσμιες διοργανώσεις, αλλά και η σωστή εφαρμογή του προπετάσματος.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο πολυπράγμων Κώστας Μαργαρίτης δεν περιορίζεται στο παρελθόν, αλλά συνεχίζει να αφήνει ζωντανό αποτύπωμα στο παρόν και το μέλλον της διεθνούς διαιτησίας, αποδεικνύοντας ότι το πάθος για γνώση και πρόοδο δεν έχει ημερομηνία λήξης.