«Δεν έφυγα με πικρία από την Ελλάδα. Είχα κλείσει εκείνη τη στιγμή τον κύκλο μου. Αν μετάνιωσα για κάτι, είναι που δεν έφυγα νωρίτερα για το εξωτερικό ώστε να γνωρίσω κάποια πράγματα που είναι απαραίτητα εφόδια», αναφέρει αρχικά για να συμπληρώσει στη συνέχεια τα εφόδια και πώς αυτά τον έκαναν να εξελιχθεί.
«Ας πούμε πως καταλαβαίνεις πώς αντιμετωπίζεσαι στο εξωτερικό κι έτσι βλέπεις και πώς αντιμετωπίζουμε εμείς τους ξένους στην Ελλάδα. Δίνεις έμφαση στη δουλειά σου στο σώμα, στο πώς προσέχεις τον εαυτό σου, πας σε μια άλλη χώρα και ζεις για το βόλεϊ, παλεύεις γιατί είσαι αναλώσιμος: όπως συμβαίνει με ξένους αθλητές στην Ελλάδα.
Κάθε μέρα είσαι αναλώσιμος αν δεν παίζεις στο μέγιστο κι αν δεν ακολουθείς το επαγγελματικό μοτίβο ενός αθλητή που ζει από αυτό, θα αναγκαστούν να σε αλλάξουν. Δεν είναι όπως το ζούσα στον Παναθηναϊκό ή στον ΠΑΟΚ που θα ήμουν βασικός ας πούμε λόγω διαβατηρίου.

Τώρα πάω στην προπόνηση για να κάνω προπόνηση και να εξελιχθώ. Στην Ελλάδα, το κίνητρο το έβρισκα στο να πάω στην προπόνηση για να δω και τους φίλους μου, να περάσω και καλά. Το κίνητρο το βρίσκω εγώ για μένα και είναι πλέον διαφορετικό.
Το πιο σημαντικό στο βόλεϊ είναι να μπορείς να είσαι σημαντικός για την ομάδα σου και στην πιο κακή μέρα, να είσαι θετικός. Ας πούμε σε μια κακή πάσα, να μπορέσεις να την τελειώσεις χωρίς να γκρινιάξεις. Αυτό το ανακάλυψα στο εξωτερικό με τον δύσκολο τρόπο.
Όλοι στη Γαλλία με σημάδευαν στην υποδοχή με 45 υποδοχές ανά ματς ως επιθετικός ακραίος που είμαι, κι αυτό με κούραζε, όλα τα μπλοκ ήταν πάνω μου. Έπρεπε να δουλέψω παραπάνω στην υποδοχή. Με έχει βοηθήσει και ο Γουόλς, που είναι σαν αδερφός μου και δουλεύουμε δύο χρόνια μαζί (σ.σ. τρία συνολικά). Είναι σαν μεγάλος αδερφός μου, μόνο θετικά πράγματα μπορώ να πω. Είναι πασαδόρος που τον ξέρω, γνωρίζω τις ιδιαιτερότητές του και δεν έχω να διαχειριστώ το διάστημα προσαρμογής μαζί του, όπως άλλοι συμπαίκτες μου.
Η συζήτηση πάει στη Σομόν και στο πώς επέλεξε να φορέσει τη φανέλα της, παραμένοντας για τρίτη σερί χρονιά στη Γαλλία, αλλά σε διαφορετικό σύλλογο.
«Η Σομόν είναι μια ομάδα που θαύμαζα πάντα και ήθελα να παίξω σε αυτή. Όταν ήρθε η πρόταση, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ κάτι άλλο. Ήμουν επικεντρωμένος εκεί. Ήξερα ότι αν μείνω στη Γαλλία, θέλω να πάω σε μια πολύ καλή ομάδα στη Γαλλία. Τη Σομόν τη βλέπουν όλοι στην Ευρώπη. Ένας από τους στόχους μας, άλλωστε, είναι η κατάκτηση του Challenge Cup.
Δεν ξεκινήσαμε καλά τη χρονιά (σ.σ. 0 βαθμοί στις τέσσερις πρώτες αγωνιστικές) αλλά πλέον έχουμε κάνει νίκες κ δεν χάνουμε παιχνίδι με καθαρό σκορ. Είμαι σε μια ομάδα που είναι το αουτσάιντερ στο πρωτάθλημα μόνο λόγω βαθμολογίας στη Γαλλία. Με την προσθήκη του κεντρικού (σ.σ. Μεντερίκ Ανρί) που έχει τρομερό μπλοκ, έδεσε στην ομάδα και αντικατέστηκε τον Μέιερ (σ.σ. υπέστη σοβαρή διάσειση και θα σταματήσει το βόλεϊ για ένα διάστημα, επιστρέφοντας στον Καναδά για αποκατάσταση).
Είναι η πρώτη φορά που είμαι ο μεγαλύτερος ηλικιακά ακραίος στην ομάδα. Είναι πολύ σημαντικό ο προπονητής να έχει ποικιλία στους παίκτες. Τα προηγούμενα χρόνια έπρεπε να παίζω ασταμάτητα βασικός και ανεξαρτήτως κατάστασης γιατί δεν υπήρχε κάποιος για να πάω στον πάγκο. Αυτή τη στιγμή έχουμε παίκτες που μπορούν να καλύψουν μια κακή μέρα είτε δική μου είτε εγώ κάποιου άλλου.
Πρώτος στόχος μας είναι να μπούμε στα πλέι οφ γιατί έτσι στη Γαλλία όλα μπορούν να συμβούν. Για παράδειγμα, πέρυσι το πήρε η Τουρ που βγήκε 4η, πρόπερσι η Σεν Ναζέρ που ήταν 7η στην κανονική διάρκεια. Θεωρώ ότι θα είμαστε στα πλέι οφ με καλό πλασάρισμα παρότι είναι νωρίς στη σεζόν.
Παραδοσιακά, η Σομόν είναι στις τρεις καλύτερες ομάδες του πρωταθλήματος. Άκρως επαγγελματική ομάδα σε σύγκριση και με άλλες. Για εμένα οι τοπ 4 ομάδες στη Γαλλία είναι η Τουρ, η Σομόν, η Τουρκουά και η Μονπελιέ που ξεκινάνε πάντα ως φαβορί για τον τίτλο.
Είναι διαφορετικό το κύρος του να παίζεις για παράδειγμα στη Νις, όπως και η αντιμετώπιση που έχεις. Έχουν περισσότερες απαιτήσεις από εσένα όταν είσαι σε ένα από τα φαβορί και άλλες στη Νις και την Πουατιέ που ήμουν πριν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αυτές οι δύο δεν μπορούν να κερδίσουν εύκολα τη Σομόν 3-0 σε μια κακή μέρα εκτός έδρας. Μπορείς εύκολα να ξεφτιλιστείς.
Στη Volley League αισθανόσουν παίζοντας στον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ πως θα πας να παίξεις με μια ομάδα με χαμηλότερο μπάτζετ και στην πολύ κακή σου μέρα, κάτι θα γίνει και θα νικήσεις στο τέλος. Αυτή είναι η διαφορά του επιπέδου Ελλάδας – Γαλλίας. Στο γήπεδό τους οι γαλλικές ομάδες παίζουν απίστευτα».
Μιλώντας για τη διαφορά επιπέδου, αυτό που έκανε εντύπωση στον 25χρονο ακραίο είναι η προετοιμασία.
«Κάναμε μια στρατιωτική κατασκήνωση στο ξεκίνημα της χρονιάς. Έπρεπε να περπατάμε οκτώ ώρες τη μέρα και να κατασκηνώσουμε στο δάσος. Το κάνουν για τη σύσφιξη σχέσεων με τους παίκτες. Ουσιαστικά, γνωρίζεσαι καλύτερα με τον συμπαίκτη σου μέσα από μια δύσκολη κατάσταση.
Είστε όλοι μόνοι σας, χωρίς κινητά και αναγκάζεσαι να μιλήσεις και να γνωριστείς, να πεις για τη ζωή σου, για το βόλεϊ. Κράτησε από τις 7:00πμ. της μιας μέρας ως τις 5:00μμ. της επομένης. Κάθε ομάδα κάνει διαφορετικά πράγματα. Το bonding είναι πολύ σημαντικό εκεί, στην Ελλάδα δεν υπάρχει καθόλου. Δεν το έχουμε πολύ ψηλά. Όταν λες ομάδα στη Γαλλία, το νιώθεις κιόλας».
Έχοντας αγωνιστεί στην καριέρα του και ως διαγώνιος, έχει δεχθεί προτάσεις να παίξει και σε αυτή τη θέση, παρότι ο ίδιος έχει κατασταλλάξει πως η φυσική του θέση είναι ακραίος και σε αυτή κάνει καριέρα. Το δύσκολο στη χρονιά που έπαιξε διαγώνιος στον Παναθηναϊκό ήταν το σωματικό κομμάτι, όπως παραδέχεται:
«Στη χρονιά που έπαιξα διαγώνιος στον Παναθηναϊκό, ψυχολογικά ήμουν καλά. Είχα μια δύσκολη χρονιά σωματικά λόγω της αλλαγής θέσης και των χτυπημάτων. Εμφάνισα κάποιους τραυματισμούς που δεν είχα. Δεν έφταιγε κάποιος άλλος, ήταν κάτι που είχαμε συμφωνήσει από κοινού με τον προπονητή (σ.σ. να παίξει αποκλειστικά ως διαγώνιος). Είχαμε πάρει το πρωτάθλημα και το αποφασίσαμε για να αλλάξουμε κάτι. Ήταν μια επιλογή που τη στήριξα, οπότε δε θα πω ότι ήταν λάθος. Τουλάχιστον, έμαθα αρκετά πράγματα: Είδα ανθρώπους να συμπεριφέρονται διαφορετικά όταν δεν έπαιζα καλά και να αλλάζουν εντελώς.

Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στους δημοσιογράφους αλλά και σε κόσμο που ήταν δίπλα μου που επειδή έπεσε η “δημοτικότητά” μου. Άτομα έφυγαν από κοντά μου ξαφνικά. Εμένα καλό μου έκανε γιατί έμαθα κάποια πράγματα.
Το ότι όμως έχω παίξει μια γεμάτη σεζόν ως διαγώνιος, στο μυαλό των προπονητών που με κοιτούν και με προσεγγίζουν, είναι κάτι σημαντικό. Μπορεί να χρησιμοποιούσαν εμένα σε σύστημα με τρεις υποδοχείς. Είχα προτάσεις για να παίξω σε μια καλή ομάδα στη Γαλλία ως κατά συνθήκη διαγώνιος αλλά δεν το επέλεξα. Ακόμα και στο διάστημα που πήγα στην Ιταλία στη Ραβένα, χρειάστηκε να παίξω ως διαγώνιος.
Το άθλημα θέλει πλέον παίκτες καταρτισμένους, με πολλές δυνατότητες και να έχουν δεξιότητες. Για παράδειγμα, ένας διαγώνιος πρέπει να μπορεί να βγάλει υποδοχή αν χρειαστεί, να είναι καλός στην πάσα, στο μπλοκ. Αυτά ουσιαστικά καλείται να τα έχει ο ακραίος. Παλιά ο διαγώνιος έκανε αποκλειστικά επίθεση. Πλέον, αρκετοί προπονητές ζητάνε κάτι διαφορετικό, για παράδειγμα να μπορεί να βγάλει την άμυνα και να είναι ευκίνητος.
Θα μπορούσα να παίξω ξανά ως διαγώνιος. Τώρα είμαι διαφορετικός και στο κομμάτι της τακτικής, του πώς χρησιμοποιώ το σώμα μου και το γυμνάζω, το προστατεύω. Τότε ήμουν σε άλλη φιλοσοφία. Δεν θα το επέλεγα όμως, η φυσική μου θέση είναι ακραίος και δεν θέλω να την αλλάξω».
Μετά από μια δύσκολη χρονιά σωματικά, ακολούθησε μια ακόμα στο ψυχολογικό κομμάτι. Αφορούσε στον τελευταίο χρόνο της θητείας του στον Παναθηναϊκό, όταν και πήρε την απόφαση να μην ανανεώσει και να πάει στον ΠΑΟΚ. Η απόφαση, όπως εξομολογείται, τον δικαίωσε σε απόλυτο βαθμό.
«Στην τελευταία μου χρονιά στον Παναθηναϊκό και σε συνεργασία με τον προπονητή, αποφάσισα να επιστρέψω σε θέση ακραίου. Εκείνο το καλοκαίρι στην εθνική ήμουν ακραίος.
Δεν έπαιξα τόσο στον Παναθηναϊκό για έναν συνδυασμό παραγόντων. Δεν είχα συνηθίζει να μην παίζω κι αυτό ήταν κάτι που με έτρωγε, με έκανε να βράζω. Δεν θέλω, όμως, να ρίξω ευθύνες σε άτομα. Μου είχε γίνει πρόταση για ανανέωση, αλλά δεν ήμουν χαρούμενος με τις συνθήκες, την αντιμετώπιση της ομάδας απέναντί μου και δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω κάπου που δεν θα είμαι καλά. Ένιωθα αρκετό καιρό πριν ότι έχει κλείσει αυτό το κεφάλαιο.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει σε μια προπόνηση, τι περνά ο κάθε αθλητής, τι έχει συμφωνηθεί από πριν και τι στο τέλος γίνεται. Ο κόσμος βλέπει έναν αγώνα κι από αυτόν κρίνει τον χαρακτήρα και τη χρονιά του καθενός, το ποιος είμαι εγώ και το ποιος δεν είμαι.
Θα πω μόνο ότι βγήκα κερδισμένος γιατί την επόμενη χρονιά πήρα μεταγραφή στον ΠΑΟΚ και ήταν απολύτως επιτυχημένη και μια από τις καλύτερες σεζόν μου μέχρι φέτος. Όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και σαν ψυχολογία, ένιωθα πολύ καλά σε αυτή την ομάδα. Με στήριξαν, έχτισαν γύρω μου και αυτό μου έδινε παραπάνω ώθηση. Με πρόσεξαν και μου φέρθηκαν με τρόπο που δεν μου έχει φερθεί καμιά ελληνική ομάδα ως τώρα.

Το λέω αυτό γιατί είναι διαφορετικό να είσαι Έλληνας σε ελληνική ομάδα και διαφορετικό να είσαι Έλληνας σε ομάδα του εξωτερικού όπου θεωρείσαι ξένος.
Για μένα ήταν μια πάρα πολύ εύκολη απόφαση να πάω στον ΠΑΟΚ γιατί το κυριότερο που ήθελα ήταν να είμαι χαρούμενος. Κι εγώ τα τελευταία χρόνια στον Παναθηναϊκό, δεν ήμουν χαρούμενος. Ήταν πολλοί παράγοντες, διάφορες καταστάσεις.
Τι σημασία έχουν στο τέλος οι τίτλοι αν εσύ δεν νιώθεις καλά και δεν κάνεις αυτό που αγαπάς για να είσαι χαρούμενος;
Το θέμα είναι τι μένει μετά. Το άθλημα είναι πρώτα ατομικό και μετά ομαδικό αφού πρέπει ο καθένας να κάνει την προσωπική του δουλειά, αυτοκριτική και πρόληψη για τραυματισμούς.
Στον ΠΑΟΚ με βοήθησαν πολύ ο προπονητής, η ομάδα και το κλίμα που υπήρχε τότε, παρότι δεν είχαμε ξεκινήσει καλά. Καταλήξαμε να κλείσουμε με όμορφο τρόπο με την κατάκτηση του Κυπέλλου και ας μην πήραμε το πρωτάθλημα στους τελικούς με τον Ολυμπιακό. Ένιωσα, όμως, σημαντικός και για αυτό βγήκε κι αυτό το αποτέλεσμα προς τα έξω. Το χειρότερο συναίσθημα για μένα είναι να νιώθεις ότι δεν είσαι επιθυμητός στην ομάδα σου».
Η συζήτηση δεν θα μπορούσε να μην πάει στη Volley League και στο πώς βλέπει το πρωτάθλημα όντας πια «αποστασιοποιημένος» από αυτό. Το επίπεδο έχει ανέβει εξάλλου, ωστόσο, για να επιστρέψει στην Ελλάδα, ζητά συγκεκριμένα πράγματα που δεν άπτονται του οικονομικού.
«Βλέπω ότι το πρωτάθλημα στην Ελλάδα έχει όντως ανέβει, με τις ομάδες να κάνουν καλές επιλογές σε Έλληνες και ξένους. Ο Μίλωνας μου έχει κάνει θετική εντύπωση τα τελευταία χρόνια, για το πόσο δυναμισμό έχει εντός και εκτός. Πόση σταθερότητα έχει στις πρώτες θέσεις και πόσα βήματα κάνει κάθε χρόνο, χτίζοντας. Που μπορεί να κερδίσει τον οποιονδήποτε.
Για να γυρίσω στην Ελλάδα θέλω τις κατάλληλες συνθήκες επαγγελματικά. Δεν αναφέρομαι στο οικονομικό αλλά και στο πλάνο της ομάδας και στο πώς με βλέπουν και θα με αντιμετωπίσουν, πώς θα με προσεγγίσουν αρχικά.
Θέλω να νιώσω σημαντικός αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να έχω μια εικόνα που να δείξω ότι η όποια ομάδα μπορεί να στηριχτεί σε εμένα. Να εμφανιστώ έτσι που να καταλάβουν ότι μπορώ να είμαι σημαντικός κρίκος κι όχι απλώς ένα μέλος της ομάδας. Παίζει ρόλο το τάιμινγκ, οι συνθήκες, οι στόχοι της ομάδας που θα με πλησιάσει. Θέλω να βρω το ταβάνι μου και πού μπορώ να φτάσω. Άλλωστε, πλέον, είμαι πιο ήρεμος και νιώθω πιο ώριμος.
Ποτέ δεν κλείνω την πόρτα και μάλιστα με κάποιο χρονικό όριο. Τάιμινγκ, στόχος και συνθήκες παίζουν ρόλο. Είναι κάποιες ομάδες στην Ελλάδα, οι οποίες κάνουν εξαιρετική δουλειά στο επίπεδο των συνθηκών. Θέλω να γίνω μέρος ενός μεγάλου πρότζεκτ στο ελληνικό πρωτάθλημα. Βλέπω την καριέρα μου εντελώς επαγγελματικά και κάνω το καλύτερο για τον εαυτό μου. Ψάχνω τον επαγγελματισμό σε όλα τα επίπεδα. Να νιώθω ότι με σέβονται».
Η επιστροφή της εθνικής ομάδας στο Golden League σηματοδότησε την αλλαγή κατεύθυνσης για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα που πια δεν αρκείται στη συμμετοχή στην τελική φάση του Eurovolley. Αυτή η τριβή και τα παιχνίδια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για κάτι καλύτερο προϊόντος του χρόνου.
«Το καλοκαίρι στην εθνική ομάδα ήταν πολύ όμορφα. Είμαστε με έναν προπονητή που μας βοηθάει πάρα πολύ. Προς το παρόν χτίζουμε, έχουμε έναν κορμό και μια ομάδα με πολύ μεγάλο ταλέντο. Θέλουμε να φτάσουμε σε ένα παγκόσμιο, που έχουμε χρόνια να βρεθούμε. Θέλουμε να θεωρείται δεδομένη η παρουσία μας σε μια τελική φάση Eurovolley.
Ονειρεύομαι να παίξω σε VNL, παραπάνω αγώνες με τοπ ομάδες. Πώς μπορεί να γίνει μια ομάδα καλή χωρίς τριβή με παιχνίδια και καλές ομάδες; Η βελτίωση έρχεται από την τριβή και τη συνεχόμενη πίεση. Η γνώση έρχεται στη δύσκολη στιγμή, στο πώς θα τη διαχειριστείς για να γίνεις καλύτερος. Αυτό θα έρθει παίζοντας με κορυφαίες ομάδες».
Κλείνοντας, ο ταλαντούχος ακραίος έθεσε τον μεγάλο του στόχο: «Ο μεγάλος μου στόχος είναι να φτάσω εκεί που έβλεπα μικρός. Να πάω σε μια Πολωνία, Ιταλία, μια τοπ ομάδα που με ενθουσίαζε ως παιδί».